- οδεύω
- και, στον Ερωτόκρ., οδεύγω (ΑΜ ὁδεύω) [οδός]1. βαδίζω με προορισμό κάποιον τόπο, πορεύομαι2. (για ταξιδιώτη) διέρχομαι από σημείο ή τόπο, διασχίζω μια περιοχήνεοελλ.φρ. «οδεύον κύμα»(ραδιοηλ.) κύμα ηλεκτρικού πεδίου το οποίο παρατηρείται κατά μήκος δύο παράλληλων αγωγών που έχουν μικρή απόσταση μεταξύ τουςαρχ.(το θηλ. μτχ. παθ. ενεστ. ως ουσ.) ἡ οδευομένη(ενν. οδός) οδός από την οποία διέρχονται πολλοί ταξιδιώτες, η πεπατημένη.
Dictionary of Greek. 2013.